|
(αόρ. απέλειψα и απέλιπον, παθ. αόρ. απολείφθηκα и απελιπόμην) не хватать; отсутствовать; δέν μού (или δέν μέ) απέλειψε τό θάρρος... — [phrase]у меня хватило смелости...[/phrase]; τίποτα δέν μάς ~ει — [phrase]у нас всё есть, мы ни в чём не нуждаемся[/phrase]; δέν ~ουν ξένοι απ' τό σπίτι μας — [phrase]наш дом никогда не бывает без гостей[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не хватать? — απολείπω как на (ново)греческом будет слово отсутствовать? — απολείπω как с (ново)греческого переводится слово απολείπω? — не хватать, отсутствовать — επαναστρέφω — ξυλόλιθος — ενθουσιών — γαρνί — ανισομετρωπία — σπόρ — τυπογραφικός — ανάβρυσμα — άφλεβος — ερευνώ — εύθυνσις — παγγνώστης — μυγδαλιά — πορεία — ολόασπρος — νεκροσκοπία — νυχτοπέτα — μετεωροσκοπία — χρωμόσφαιρα — τοιχοκόλλημα — αλεκτορομαχία |
|||