|
1) неповторённый; 2) не вздвоённый (о пашне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неповторённый? — αδιβόλιστος как на (ново)греческом будет слово не вздвоённый? — αδιβόλιστος как с (ново)греческого переводится слово αδιβόλιστος? — неповторённый, не вздвоённый — διαχείμανση — αιμοσταγής — διαστρεβλώ — μινόρε — δώ — υποκρισία — κοχλιωτός — γκεβεζιλίκι — σκυλάδικο — επικρουστήρας — κουρελιάρισσα — κυλώ — αναισθητίαση — σφαληχτός — ψυχοσώστρα — φυσιοθεραπεία — φραγκοκάρδαμο — καταδικάσιμος — αβυσσαίος — σουρομαδώ — διάδοχος |
|||