|
прям., перен. заражать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заражать? — μολεύω как с (ново)греческого переводится слово μολεύω? — заражать — αστραμμα — ανήσυχα — προκαταβολή — μινωικός — πινέλλο — ζωοφαγία — ξεροκοκκίνισμα — ομοιοκαταληξία — ευρίσκομαι — μισοτιμής — χρένο — νάνι — φυλλοφάγος — χοντροπόδαρος — ξεχωρίζω — αυτοπυρπόληση — κοτυληδών — απόρρητο — λανθάνω — πειθήνιος — λιγώνομαι |
|||