λιοκόκκαλο

формы словаβ
λιοκόκκαλο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λιοκόκκαλο? —


εύελπιςξεμούδιασμαμπάτσαιστιοφόροκολεόπτερααμμωνίτηςεννοιοκρατίααιωνιότητααχινόςκατραπακιάζωυδρόφοβοςεύκνημοςαιθεροβατώαποτηγανίζωαποχρωματίζωρεύωαπειροστόανθρακασβέστιονχαφιέςεξοφλητήριοχερσαίος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit