|
портняжный; швейный; ~ή μηχανή — швейная машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово портняжный? — ραπτικός как на (ново)греческом будет слово швейный? — ραπτικός как с (ново)греческого переводится слово ραπτικός? — портняжный, швейный — ένθλιψη — νηματοβαρίδιο — κυκλικός — ησκιερός — Γεωργιανή — ανάψυξη — ψυχίτζα — μετεγγραφή — πίνω — επίπλους — αλειμμένος — υπερθερμαίνω — αναμεστώνω — κατράμι — καλονυχτώνει — καρυδότσουφλο — όσχεο — υπολείπομαι — καραούλι — χαμαίμηλο — τραγουδιστής |
|||