|
ο 1) лотерея; κερδίζω στή ~ — выигрывать в лотерею; 2) лото (игра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лотерея? — λότος как на (ново)греческом будет слово лото? — λότος как с (ново)греческого переводится слово λότος? — лотерея, лото — θέσμια — αναπλέκω — οριστικώς — πυτιάζω — τάμα — προημιτελικός — υαλόπλινθος — συνεορτασμός — εννοιολογικός — κολοκυθόσπορος — γλωσσαρού — τύλωση — δαφνωτός — σερέτισσα — ανθρακεύς — ανεπίκριτος — φύτρωμα — νατουραλιστικός — αγροζημία — ηλεκτράμαξα — ιρρεδεντισμός |
|||