|
το воен. гауптвахта (помещение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гауптвахта? — πειθαρχείο как с (ново)греческого переводится слово πειθαρχείο? — гауптвахта — ασημένιος — αργοβαδίζω — κυκλαμιά — απογέρασμα — αναγορευτικός — σπλήν — Λαμπρή — αναφλογέας — ευθεία — μήλο — ξενόκουμπο — ψαρεύομαι — άπαν — έκφυσις — φτηνά — ψιχίον — ανακούφιση — δισκάρι(ον) — υποκόμης — γενειοφορώ — φορβάς |
|||