Новогреческий словарь
πειθαρχείο
πειθαρχείο
το воен.
гауптвахта
(помещение)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гауптвахта
? —
πειθαρχείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειθαρχείο
? — гауптвахта
#
(ново)греческий словарь
—
γλίτζα
—
άπρεπος
—
λαδέμπορος
—
λασπερός
—
πτωχοκομείο
—
ανοικονόμητος
—
ενεχυρίαση
—
μοβόρικος
—
πένθιμος
—
ένδακρυς
—
ανοσιότητα
—
βιντεοταινία
—
οκτάπους
—
αλεπουδιά
—
μουστερίδισσα
—
τριανταφυλλιά
—
αγορανομικός
—
βασιλόφρων
—
διπροσωπία
—
πολυσύλλαβος
—
αντιφατικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве