|
(-ήρος) τό озонатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово озонатор? — οζοντιστήρας как с (ново)греческого переводится слово οζοντιστήρας? — озонатор — ανθρωπιά — ανακλαδιστός — ποτενσιόμετρο — διαλεγμένος — φορτίο — βυρσοδεψείο — κοτοπούλι — εξερεύγομαι — αιθερόπλαστος — χαχαμίκος — υποτροπιασμός — μαργιολεύω — μονότερμα — ξαναμωραίνω — πλαδαρός — δυσκολοχώνευτος — παλιόβλαχος — επέρρωσα — κατηφένιος — ξέφραγος — αξύλευτος |
|||