|
η прихожанка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прихожанка? — ενορίτισσα как с (ново)греческого переводится слово ενορίτισσα? — прихожанка — αρνοψάλιδο — σκορδοκαΐλα — αλγεινός — εμπειριοκρατικός — υποβιταμίνωση — εμπυάζω — ανιχνεύω — διαστοιβάζω — μηχανοποιός — νταντέλλα — αμνειός — ηλικιακός — τότες — βλήμα — σπουδαία — μισθοδοσία — αντιποιούμαι — συμφοιτητής — παραποτάμι — γκεργκέφι — άρατα-πέρατα |
|||