|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φυλετικότητα? — — κοκκώνα — επιγραφολόγος — υποδικία — Ισπανία — λογογράφος — σπονδυλωτός — βεσέ — καμπυλώνω — κολώνα — ανάκυρτος — μονογραφία — πολυανδρικός — ζαρώνω — συμβατικότητα — προδιατεθειμένος — αθλήτρια — αποκαμωμένος — χάψη — ψευδοπροφήτπς — θετικοδοξία — δίπορτο |
|||