|
хим. двууглекислый; ~ύ νάτριο — двууглекислый натрий, сода; ~ό άλας — бикарбонат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двууглекислый? — δισανθρακικός как с (ново)греческого переводится слово δισανθρακικός? — двууглекислый — τσότρα — λιγνύς — κοροϊδεύομαι — χτένισμα — αγωνίστρια — μηχανορραφία — εδωδιμοπωλείο — καταπινάρι — αγχέμαχος — ανυπομονία — νεογνό — χουζούρι — Ισλανδός — Αγγλίδα — φαληρικός — φτωχαίνω — κατάπρωτος — ακουκούλλιαστος — ξενηστικώνομαι — διεστάλην — θρομβολυτικό |
|||