δισανθρακικός

формы словаβ
δισανθρακικός
хим. двууглекислый;
          ~ύ νάτριο — двууглекислый натрий, сода;
          ~ό άλας — бикарбонат



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двууглекислый? — δισανθρακικός
как с (ново)греческого переводится слово δισανθρακικός? — двууглекислый


τσότραλιγνύςκοροϊδεύομαιχτένισμααγωνίστριαμηχανορραφίαεδωδιμοπωλείοκαταπινάριαγχέμαχοςανυπομονίανεογνόχουζούριΙσλανδόςΑγγλίδαφαληρικόςφτωχαίνωκατάπρωτοςακουκούλλιαστοςξενηστικώνομαιδιεστάληνθρομβολυτικό




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit