|
мужского пола (тк. о животных); ~ό γατί — котёнок-самец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужского пола? — σερνικός как с (ново)греческого переводится слово σερνικός? — мужского пола — τραχωματικός — μηνιαίος — ξελαιμιάζομαι — ούβα — κατάπρυμα — δακτυλιοθήκη — θαλάμι — ζήτουλας — αναπόδειχτος — κοριάζω — πρωτομηνιά — αεριοταμιευτήρας — ανατριψιθεραπεία — παλμικώς — φουντίτσα — κεδροκούκουτσο — άφιξη — τράφηκα — αντιναυαρχία — κονία — ουραγία |
|||