|
το икра (рыбья); === μαύρο ~ — чёрная икра; κόκκινο ~ — красная икра; στέλνω (или παίρνω) κάποιον γιά πράσινο ~ — подшутить над кем-л.; τόν πούλησε γιά πράσινο ~ — [phrase]он его одурачил, он над ним подшутил[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово икра? — χαβιάρι как с (ново)греческого переводится слово χαβιάρι? — икра — βίγλα — νεκρώνομαι — καπιταλάκι — μηδίζω — αλίευσις — αρχαιοτροπία — εγκόπτω — αλληλοσπαράζομαι — κινηματόγραφος — νοσομανία — προικιό — ποντίλλα — φανταστικός — συχνο- — οπτασιασμός — άρχομαι — τοιχωρυχος — βουρκολακιάζω — καλενδούλη — όσιος — βαροθερμογράφος |
|||