|
το инстинкт; ζωώδη (ταπεινά) ~ικτα — животные (низменные) инстинкты; εξ ~ίκτου — инстинктивно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инстинкт? — ένστικτο как с (ново)греческого переводится слово ένστικτο? — инстинкт — αγροικητά — υφαντήριο — κολυμπάδα — είναι — προσκλητήριος — μεταδιδάσκω — νεύρωση — κακοκαμωμένος — βρουκολακιάζω — τετραθέσιος — κοντοχωριανός — τριγλί — αντίπλους — αναδουλειά — διασκεδασμός — νευροχειρουργός — μώλωψ — βοτάνι — γαϊδουρογυρεύω — ξεπουλώ — επευφημώ |
|||