|
η австрийка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово австрийка? — Αυστριακή как с (ново)греческого переводится слово Αυστριακή? — австрийка — δυσαπάτητος — ξεσπόριασμα — κόψιμο — γρούξιμο — γερούλι — νηπιώδης — καθίζω — φλόγιστρο — θεόρεστος — ζαβά — ξεζαλίζω — ξέγνοιαστα — γάστρωμα — τορνευτός — μπασιμπουζούκος — απερδούκλωτος — γοργοπόδης — μηλοχυμός — λαοκρατία — δυσφήμιση — καφεοφοτεία |
|||