|
заниматься; быть занятым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заниматься? — επασχολώ как на (ново)греческом будет слово быть занятым? — επασχολώ как с (ново)греческого переводится слово επασχολώ? — заниматься, быть занятым — γαϊδουρογυρεύω — λιοκόκκι — ομότυπος — κλωστήριο — κουμπάρα — φουρτουνιάζει — στρίγγλος — αλαβής — ξαγναντεύω — γιαπωνέζικος — ανισόρροπος — αυτενεργός — ρυμοτομικός — μαγευτικά — οιστραδιόλη — αμίλητος — απλοϊκά — ακέφαλος — λειτουργικός — άλως — αφιερωτικός |
|||