|
ο, η дымовая труба; дымоход #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дымовая труба? — καπνοδόχος как на (ново)греческом будет слово дымоход? — καπνοδόχος как с (ново)греческого переводится слово καπνοδόχος? — дымовая труба, дымоход — χρυσαφικό — μπαμπακένιος — ελαστικό — αριφνημός — στιγμή — βουτίνα — κατακρίνομαι — ζηλωτός — αφρομανώ — οκτάεδρος — προσδοκώμενο — δρυάδα — δασύπτιλος — ενώκισα — συγκεντροποιημένος — ερευνητικός — τρουχίζω — λιχουδιάρικος — μονόκωπος — γηροκόμειο — φαλλιρίζω |
|||