|
ο сплетник; клеветник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сплетник? — κουσκουσούρης как на (ново)греческом будет слово клеветник? — κουσκουσούρης как с (ново)греческого переводится слово κουσκουσούρης? — сплетник, клеветник — αναθρέφω — επικρεμής — ολκός — υδροχλώριο — χωριό — αλυσοπρίονο — λέζα — υποκειμενικότητα — μαλάθα — απαρασάλευτος — κακείσε — γεωφυσική — αυτοβοήθητος — σύντροφος — νότα — μετακινούμαι — αλληλογράφος — ύδρα — ωοπαραγωγνκότητα — γλωσσολύτης — απογλιτώνω |
|||