Новогреческий словарь
βουβώνα
βουβώνα
η 1) анат.
пах
;
2) мед.
бубон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пах
? —
βουβώνα
как на
(ново)греческом
будет слово
бубон
? —
βουβώνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουβώνα
? — пах, бубон
#
(ново)греческий словарь
—
πλινθοκεραμοποιία
—
ενθυμηματικός
—
ανήστευτος
—
επταετία
—
νεοπαγανισμός
—
ενδοκυβερνητικός
—
χόντρεμα
—
τεκμηριώνομαι
—
εκπλατύνω
—
απαθανατισμός
—
λύντσειος
—
ανελεήτως
—
έχθιστος
—
ταραμοκεφτές
—
αιματοβρεγμένος
—
κακοτοπιά
—
ξυλαγκάθα
—
αβούητος
—
καταβυθίζω
—
κάραβος
—
εξιλέωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве