|
η 1) анат. пах; 2) мед. бубон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пах? — βουβώνα как на (ново)греческом будет слово бубон? — βουβώνα как с (ново)греческого переводится слово βουβώνα? — пах, бубон — ανυπονόητος — συνδιαλλάσσω — βιασμένος — τσομπαναριό — πατσατζίδικο — θαλοσσοφουρτούνα — απολογητική — αγναντιαστός — κτηνάλευρο — πλεούσα — πατριαρχικός — αντίκρουση — δενδροτόμηση — αριστεριστής — ανακάτεψη — βρακοπόδι — ζάντα — μπερεκετλίδικος — ζωστήρας — βαλσαμωτής — ανοσοβιολογικός |
|||