βουβώνα

формы словаβ
βουβώνα
η 1) анат. пах;
2) мед. бубон



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пах? — βουβώνα
как на (ново)греческом будет слово бубон? — βουβώνα
как с (ново)греческого переводится слово βουβώνα? — пах, бубон


ανυπονόητοςσυνδιαλλάσσωβιασμένοςτσομπαναριόπατσατζίδικοθαλοσσοφουρτούνααπολογητικήαγναντιαστόςκτηνάλευροπλεούσαπατριαρχικόςαντίκρουσηδενδροτόμησηαριστεριστήςανακάτεψηβρακοπόδιζάνταμπερεκετλίδικοςζωστήραςβαλσαμωτήςανοσοβιολογικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit