|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νοικιασμένος? — — αποτροπιαστικός — καυχησιά — πυξιδοθήκη — νυχτικιά — αποστερώ — εγωλατρία — καλαμπουρίστρια — δούκισσα — αμελκτικός — κατανάλωση — ζαλικώνουμαι — ευαρεστώ — λαρυγγοπληγία — πόρτο — χαλίνωμα — ρινοφωνία — ομφολοσκόπος — καλαγκάθι — κάννα — αυθάδισσα — γοητεύω |
|||