Новогреческий словарь
ισοπεδωτικός
ισοπεδωτικός
уравнительный
;
~ή διανομή — уравнительное распределение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уравнительный
? —
ισοπεδωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισοπεδωτικός
? — уравнительный
#
(ново)греческий словарь
—
τρεμουλιαχτός
—
επενέβην
—
δεκαπλάσιος
—
αδερφοδιώχτης
—
δαυλός
—
τρελοκαμπέρω
—
ημιμάθεια
—
επίμορτος
—
κουντούρι
—
οδοιπορικό
—
προσωποκράτηση
—
σκορδοκαΐλα
—
συνεύρεσις
—
κρυψίνους
—
ακαλήφη
—
κλωσόπουλο
—
βενζινάροτρον
—
ξόβεργα
—
χωριατόσπιτο
—
αμάθεια
—
κορώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,