|
η 1) резьба; 2) чеканка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резьба? — τόρευση как на (ново)греческом будет слово чеканка? — τόρευση как с (ново)греческого переводится слово τόρευση? — резьба, чеканка — φιλελεήμων — στροβομύτης — σιτοκαλλιέργεια — αμφιδέτης — ανθολογία — δωροδόχος — ενταφιαστής — αρχαιοσολία — τέχνη — λούκι — αιματοσπερμία — ουλτιμάτο — λίχνος — λαιμόδεσμος — στραβοκύτταγμα — νοσηλευτική — αντιπροεδρία — βουλή — σταυλοφύλακας — λιοκούκουδο — ταπεινοφροσύνη |
|||