|
η безденежье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безденежье? — αψιλία как с (ново)греческого переводится слово αψιλία? — безденежье — άλλοτες — πιομένος — ιεροδίκης — άπηξ — χεννά — νόημα — ανενθουσίαστος — μαλθακότητα — αιματοπότις — κλωστικός — έμπιστος — μπουκιά — διατιμητής — αντιμονή — γεννιέμαι — ευθύδρομος — λυγαρήσιος — ερυθρά — αεριστήριος — υδρογέφυρα — ερίς |
|||