|
(παθ. αόρ. επεσπασάμην) привлекать (внимание) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привлекать? — επισπώμαι как с (ново)греческого переводится слово επισπώμαι? — привлекать — ανεπιστημονικώς — έντεχνα — καπνός — γομαράγκαθο — ματινάδα — θαμαχτός — μπεκρολογάω — δικαιωμένος — νομάς — εύκαρπος — αλληλόφιλος — εντύλιγμα — τριτημόριο — βοϊδάμαξα — βαμβακώνας — προφήτισσα — αβάσκαντος — άοπλος — καφέα — χαρτοβιομηχανία — εκχύνω |
|||