|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πειραματίστρια? — — ανοσοποίηση — ψηφοθηρικός — ξεγοφιάζω — στενότητα — ευθυαυλητής — συστολέας — αποσούρνω — έκαστος — ανανεύω — μηνίγγιον — τελάλης — δυνάμωμα — επιλιμενάρχης — ψαρομάλλης — γλιστρίδα — μαντιλοδεμένος — προκοπή — νοσταλγικά — αναφυσητό — μακελεύω — πτυχώνομαι |
|||