πειραματίστρια

формы словаβ
πειραματίστρια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πειραματίστρια? —


ανοσοποίησηψηφοθηρικόςξεγοφιάζωστενότηταευθυαυλητήςσυστολέαςαποσούρνωέκαστοςανανεύωμηνίγγιοντελάληςδυνάμωμαεπιλιμενάρχηςψαρομάλληςγλιστρίδαμαντιλοδεμένοςπροκοπήνοσταλγικάαναφυσητόμακελεύωπτυχώνομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit