|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιχώνομαι? — — πολλαπλασιασμός — επιδόρπιος — αποτάσσομαι — αρματώνω — αφαλός — φρονιμάδα — μοναχοθυγατέρα — ενοίκησις — δέσποινα — ελικωτόν — κατακομμάτιασμα — γεννησιά — λαχανόπιττα — δαδιάζω — πεινάλας — ναρκισσισμός — σταυροδοτώ — χοιρότριχα — κωλιά — αναβληθείς — σφαλιχτός |
|||