|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μετρογραφία? — — αποφυάδα — εκπωμαστήρας — ρολό — μηνοειδής — επιχειρηματολογία — βενθογενής — μιναρές — οστισδήποτε — προσβάσιμος — ντεϊστικός — δόλιος — στέμμα — αντιβούισμα — τηλεμέτρηση — γλυκοσκάζω — φρέσκο — αδιάρλητο — λοστός — συγκοινωνία — γλωσσολογώ — φοινικόδεντρο |
|||