|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καθήλωμα? — — φαντοσιοπληξία — αναγνωριστικός — ανθόκλωνο — κτηματόγραφο — βανδαλισμός — μούρο — λαφυραγώγηση — υφάλμυρος — φωτογραφίζω — καταφώτιστος — ψιλοδουλειά — επιθαλάμιος — τοίχος — σπέρματοδόχος — σταφιδικός — μπατσιά — αλάνικα — εμετολογία — Αυγή — λιμνούλα — ξεδίπλωτος |
|||