|
το золото, золотце (о любимом человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово золото? — χρυσό как на (ново)греческом будет слово золотце? — χρυσό как с (ново)греческого переводится слово χρυσό? — золото, золотце — περπατησιά — πτεροφόρος — λυγίζομαι — αφεταιρισμός — ψυλλοβότανο — τουρκομερίτισσα — πάρσιμο — ύπαρξη — βελόνιασμα — επιβράχυνση — μαχαιροθήκη — γλυτωτής — πειθαρχικά — ξηροβατικά — λειωμένος — μονογαμικός — νεφριαίος — αναμετριέμαι — κρέμα — αντασφαλίζω — τελικός |
|||