|
το пьянство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьянство? — μεθοκόππι как с (ново)греческого переводится слово μεθοκόππι? — пьянство — διεκχωρίζω — βιομετρική — μόχτος — απόγιορτα — αφραντος — τρένο — μετάπτωση — ζηλαδέρφι — θειαφίσιος — ερημίτισσα — νεωλκείον — πεντάλεπτο — παράνομα — βρυσί — έλασμα — αποπάτηση — αποδεικτικό — παλινωδώ — αρχειοθέτρια — καπνικός — μοναχιάζομαι |
|||