Новогреческий словарь
υδραργυρικός
υδραργυρικός
ртутный
;
~ή στήλη — ртутный столб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ртутный
? —
υδραργυρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδραργυρικός
? — ртутный
#
(ново)греческий словарь
—
επινίκιος
—
ξανάσασμα
—
αραξοβολώ
—
ελεήμονας
—
διαφωτιστικός
—
ενδοκρινής
—
φαρμακοτεχνική
—
ακυκλοφόρητος
—
σπολλάτη
—
αποφεύγω
—
αξιοθέατος
—
μποτίνι
—
ψυχοδιαγνωστικός
—
δρεπάνισμα
—
μπουρζουαζία
—
κολακεία
—
αισχυντηλά
—
αντεκδικητικά
—
μπουζουριάζω
—
εφοδιασμός
—
αποβρασμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве