|
η кладка (камня, кирпича) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кладка? — δόμηση как с (ново)греческого переводится слово δόμηση? — кладка — ναυαγισμένος — αναληθής — συνεκδοχικά — αχόλιαγος — κοκκαλένιος — προεκβολή — γόνα — υπερτείνω — αλεπουδίσιος — ωορρηξία — πρότερον — μητραλγία — χειραφετικός — καθιερωμένα — γιδόζευλα — από — υποεποχή — αρτιότητα — ζωύφιο — ασημαντότητα — τσιγγουνιά |
|||