Новогреческий словарь
υποψία
υποψία
η
подозрение
;
έχω ~ — подозревать
;
διαλύω τίς ~ες — рассеивать подозрения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подозрение
? —
υποψία
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποψία
? — подозрение
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάλυτα
—
ηλεκτρίζω
—
ποταμόσκυλο
—
νοσφισμός
—
έκκεντρο
—
μεταξάς
—
ασκηνοθέτητος
—
ανδρογόνα
—
ανθρακεμπορία
—
περίφραχτος
—
εγγραφή
—
φάγγρισμα
—
διώχνω
—
κενόδοξος
—
σαγονού
—
πιπίλισμα
—
ευεργέτισσα
—
δικαιούμαι
—
βυνοσάκχαρο
—
κατάκαυση
—
προγόμφιοι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве