|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μανδαρινικά? — — δάσκαλος — λαυριώτισσα — άσφαιρος — ελοσματοειδής — έκπαγλος — πετεινοκεφαλή — πολεμιστής — κανιβαλικός — υαλοβάμβαξ — εκμαυλισμός — υποθερμία — οικοδόμος — ξεκάμνω — τυχηρός — αναπόκτητος — σφερδούλακας — στέαρ — στρατοκρατία — πώς — μολυβοκόντυλο — ιδιοσυγκρασία |
|||