|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συζευγμένος? — — βεγγαλικός — επονειδιστικός — προσθετικός — κλώσσα — ευθύδικος — ακλώσσευτος — ταυτισμός — δενδρόεις — αμόρφωτος — εδά — εκτετμημένος — λέμβων — γλεντοκόπα — αγκαθωτός — κιθαρωδός — ξεκοκκάλιασμα — στρεψαυχενία — υπουργήσιμος — κατεστραμμένος — ανάπιασμα — ποιώ |
|||