|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορθό? — — σφεντονάω — ωμός — αηδονόφωνος — προγνωστικό — διηκριβωμένος — σώβρακο — αδειούχος — βρόμη — βρεφοκτονία — εφοδιοπομπή — ρίνισμα — αργοψήνω — χημιοφωταύγεια — τούρκα — ανατιμώ — ανάβω — προβλεπτικότητα — αποκτήνωση — αυγολόγος — χελωνόστρακον — χαρτοδέτηση |
|||