|
το дневной заработок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дневной заработок? — μερομίσθι как с (ново)греческого переводится слово μερομίσθι? — дневной заработок — αυτοχτονώ — βασιλικός — σύννεφο — ακραιφνής — εφαπτομένη — κατασυκοφαντώ — καρμπόν — αυτοχειρία — μπαμπακόλαδο — ταβλάς — αργοπληρωτής — νόημα — αγριοότανο — εγωισταράς — τσουτσουνόβεργα — διάλεπτος — ανεχτικός — αγάζωτος — αρμονικός — δεμάτισμα — αριθμητήριο |
|||