Новогреческий словарь
ενηλικιώνομαι
ενηλικιώνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενηλικιώνομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χλιμάρα
—
τράκα
—
ηλεκτροτεχνικός
—
αναπάντεχος
—
διημερεύω
—
σαρμάς
—
στρεψοδικία
—
διακονικός
—
μονοφωνικός
—
συνακόλουθος
—
υφηβικός
—
ριγηλός
—
ποντικοφάγωμα
—
στερημένος
—
ανατροχάζω
—
νυχτ-
—
παρόρμηση
—
προεόρτιος
—
προστυχαίνω
—
εμπαθώς
—
αλδεΰδες
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве