|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενασχολούμαι? — — δεινοποιώ — αδαφόρετα — θεώμοι — περιπλανώμενος — ιχθυώδης — εμφιαλώ — αρχόντισσα — χτικιό — ανακατάκτηση — αστραπόβολος — αμορφωσιά — απολειτουργώ — ριζοσπαστικοποιώ — οπόθεν — ωφελιμαρχία — ματιασμένος — τρεχαλητό — διαρχικός — πλουσιοκόριτσο — σκούπισμα — επειδή |
|||