|
το мякоть (мяса); === έλα στό ~ — [phrase]переходи к существу дела[/phrase]; βαρώ στό ~ — бить беспощадно; πετυχαίνω στό ~ — [phrase]не в бровь, а в глаз[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мякоть? — ψαχνό как с (ново)греческого переводится слово ψαχνό? — мякоть — γλυκαρμενίζω — Αγγελική — παρατραβάω — θεριακλίδισσα — σταφυλίτης — επάνδρωση — βαρύαυλος — βδομαδιάτικο — άβυσσος — παλλακίδα — καταιονίζω — βουβαμός — κάρτο — σπαρταρώ — ποιμαντικός — μελισσοκομική — ωογονία — προεκροή — ανταποκρινόμενος — μεσότοιχος — ατραξιόν |
|||