|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μελετητικός? — — δαιμονοπαθής — μάκενα — ξαρματωμένος — σκυλολόγι — διαπνοή — ασυμμόρφωτος — φυλετικότητα — μαραίνω — στροβίλισμα — φορητός — αγκυροβόληση — φαρμακοθεραπεία — υπερκεράζω — σκαλτσάτος — φίλαρχος — αλάξευτος — σουλτανίνα — νηματοποίηση — τσαουλιά — διχάλι — μακρύτερα |
|||