|
продырявливаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продырявливаться? — κατατρυπώμαι как с (ново)греческого переводится слово κατατρυπώμαι? — продырявливаться — λυκόπορδον — αγνωμονώ — ξινούτσικος — αβυσσοβενθικός — μεσόδμη — νεκροπομπός — μολπή — πλατανότοπος — στρατωνίζομαι — παραδίδομαι — μπαντανόβουρτσα — ερωτάρης — ξαναρρωστώ — χαλασμένος — ωόσωμα — σαρκοκάρπιο — υδρονέφρωσις — ασπρογάλανος — Σπήλιος — φωσφορώδης — μαντρώνω |
|||