Новогреческий словарь
ακούνιστος
ακούνιστ|ος
не качавшийся
(в люльке, на качелях)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не качавшийся
? —
ακούνιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακούνιστος
? — не качавшийся
#
(ново)греческий словарь
—
ξανθομούστακος
—
μηλόκρεμα
—
κατεβατό
—
θρασομανώ
—
εφαρμοσμένος
—
στενομπόλι
—
αρχαιοπώλις
—
ισόμετρος
—
αδιασπάθητος
—
καλοθυμούμαι
—
απλουστεύω
—
οκταφωνία
—
κοντός
—
αλλαή
—
ανδρογύναιο
—
εισιτήριο
—
ξεμακραίνω
—
εμβολιοθεραπευτική
—
διακοπή
—
αγριοκέρασο
—
όπτιμουμ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве