|
не качавшийся (в люльке, на качелях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не качавшийся? — ακούνιστος как с (ново)греческого переводится слово ακούνιστος? — не качавшийся — ορφανοτροφείο — δυσήκοος — μπλοφάρω — ενεργειακός — χιλιομετροδείκτης — ζαχαροπλάστης — τρενάρω — πασίδηλος — σθεναρότητα — δασυπώγων — ετεροκαρπία — ξεθαρρεμός — ειωθ|ός — κονικλοτρόφος — διεκθλίπτης — προεξέχω — εικονογράφος — άτεγκτος — βιβλιοταξία — πόση — δίγνωμος |
|||