|
покрытый пеной; κύματα ~τεφη — пенистые волны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покрытый пеной? — αφροστεφής как с (ново)греческого переводится слово αφροστεφής? — покрытый пеной — χωρατό — χοντρομαλάκας — θέρμανση — αναζητάω — χόρταση — ύπουλα — στάχωση — καπνεργοστάσιο — χιλιαναθεματισμένος — στομαχιάζομαι — άπωθεν — μοιχεύω — αντίφωτο — εξαιρετικότητα — ορθοπεδική — χρηματοδοτώ — μονόπραχτος — τουρμαλίνης — τσιμπούρι — απόγραφος — ασύναχτος |
|||