Новогреческий словарь
ουσιαστικώς
ουσιαστικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουσιαστικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψείρα
—
ποκάρι
—
επιστήμη
—
κορφή
—
χνούδιασμα
—
ανάρριχτος
—
ωτοσκόπηση
—
κορομηλο
—
επικρούω
—
ανοιχτός
—
στερεύω
—
λάξ
—
Αγαθοκλής
—
θεραπεύτρια
—
συγκύριος
—
φανοφόρος
—
εξάρθρωμα
—
πάταγος
—
εξόφθαλμα
—
αρχίδι
—
αυτοπροσωπογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω