|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαποράρα? — — σκαληνός — σπογγαλιευτικός — πολυθεΐα — παράκτιος — κατηχητής — στοματίτιδα — βασίλειο — εκπέτασμα — έντοκος — αναξηραίνομαι — νενομισμένος — εμπυάζω — λεμβοδρομία — δαιμονοπαθής — συμπολιτεύομαι — κεδρωτός — προβατήσιος — κριτικός — εξαρτημένος — ειρήνευση — καφετερί |
|||