|
ο прям., перен. обезьяна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обезьяна? — πίθηκος как с (ново)греческого переводится слово πίθηκος? — обезьяна — γυροσκόπιο — τονικός — δημοκατάρατος — πολυσπερμία — δωδεκαωρία — κληρικοκρατία — ισχυρισμός — βιβλιοπώλισσα — κοιλιάρης — ρώτημα — ασπρουλιάρης — δυσκατάληπτος — οκτάχρονος — πολιτισμικός — τζαμπατζίδισσα — ομματίδιον — βαν — πουδράρισμα — λιθοειδής — καμπαρντίνα — κουτσουλίζω |
|||