|
(αόρ. εισέπεσα) врываться, вторгаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово врываться? — εισπίπτω как на (ново)греческом будет слово вторгаться? — εισπίπτω как с (ново)греческого переводится слово εισπίπτω? — врываться, вторгаться — συγκαιριανός — καλαντάρι — σαιξπηρικός — ακριβοζυγιάζω — διπλοκακορρίζικος — διαβασμένος — μπεκτζής — τριακονταετηρίδα — μιμητισμός — φωνόμετρο — αμμοειδής — αρραβώνα — κατηχούμενος — βάγια — κολλάρισμα — θρέψιμο — πρωταρχινίζω — φτερνοχτυπώ — θαλασσομάχος — τσαγκαρόσουβλο — ψυχογραφία |
|||