|
стаптываться (об обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стаптываться? — στραβοπατιέμαι как с (ново)греческого переводится слово στραβοπατιέμαι? — стаптываться — καυχησιολογιέμαι — γονόρροια — ετερόκλητος — νεοδύμιον — ηλιόλουτρο — αμοιβός — απόλιγος — ταυτογνωμονώ — καγκουρό — ημερομίσθιος — ομμάτιον — φιλογυνία — κάμαρη — δημοσιοποιούμαι — είσπλους — κοσμοναύτης — κτηνοτρόφος — χαλικοστρωμένος — αναφυσώ — επιμολύβδωσις — χλιμάρα |
|||