|
трудолюбивый; прилежный, старательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трудолюбивый? — δουλευτάδικος как на (ново)греческом будет слово прилежный? — δουλευτάδικος как на (ново)греческом будет слово старательный? — δουλευτάδικος как с (ново)греческого переводится слово δουλευτάδικος? — трудолюбивый, прилежный, старательный — σπογγοειδής — μεγεθυνηκός — καλοκαιριάτικα — αντιρραχιτικός — λενινιστικά — ψαύση — ατσαλαπάτητος — αμμόπετρα — ντοματούλα — αγωνοθέτης — προνομιακός — βωλοστροφία — αυτοδιδάσκομαι — βαριαναστενάζω — ηράμην — φλεγμονικός — αρνοπόκι — λογοθεραπευτής — ζηλεύομαι — φθορά — αριστεροκρατούμαι |
|||